υδροφόρος

υδροφόρος
-α, -ο / ὑδροφόρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει ή μεταφέρει νερό ή αυτός με τον οποίο μεταφέρεται νερό (α. «υδροφόρος σωλήνας» β. «τὸν ὑδροφόρον ὄνον», Μηναί.
γ. «ὑδροφόρον κόρην», Πλούτ.)
2. (το αρσ. και στην αρχ. μόνον το θηλ. ως ουσ.) ὁ υδροφόρος και ἡ ὑδροφόρος
αυτός που έχει ως έργο τη μεταφορά νερού, ο νεροκουβαλητής
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η υδροφόρος
όχημα ή πλοίο κατάλληλο για τη μεταφορά νερού
2. φρ. «υδροφόρος ορίζοντας»
γεωλ. νοητή υπόγεια επιφάνεια που αντιπροσωπεύεται από τις υδάτινες στάθμες τών φρεάτων και διεισδύει στη ζώνη τού ολικά κορεσμένου με νερό διαπερατού πετρώματος, διαχωρίζοντας τη ζώνη τού υπόγειου νερού από την υπερκείμενή της περιοχή τού τριχοειδικού νερού
(αρχ,)
1. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Ὑδροφόροι
τίτλος τραγωδίας τού Αισχύλου και τού Σοφοκλέους
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Ὑδροφόροι
α) γυναίκες ιέρειες τού ναού τών Βραγχιδών στη Μίλητο
β) άγαμες νεαρές κόρες που έπαιρναν μέρος στα Διπολίεια, γιορτή που τελούσαν στην Αθήνα προς τιμήν τού Διός Πολιέως
3. (η αιτ. πληθ.) ὑδροφόρους
(κατά τον Ησύχ.) «ὑδρορρόους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑδροφόρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδρόφορος — carrying water masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδροφόρος — α, ο 1. που μεταφέρει νερό, που μ΄ αυτόν μεταφέρεται νερό: Υδροφόρος σωλήνας. 2. το αρσ. ως ουσ., υδροφόρος αυτός που έχει ως επάγγελμα τη μεταφορά νερού, ο νεροκουβαλητής, ο νερουλάς. 3. το θηλ. ως ουσ., υδροφόρα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εδαφικός υδροφόρος ορίζοντας — Υπόγεια δεξαμενή όπου συγκεντρώνονται τα νερά που πέφτουν στην επιφάνεια της γης. Αυτά τα νερά προέρχονται από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα (βροχές, χιόνια, χαλάζι, κλπ.), τα οποία διεισδύουν μέσα από τα χαλαρά προσχώματα και τα αποσαθρωμένα… …   Dictionary of Greek

  • ὑδροφόροις — ὑδρόφορος carrying water masc/fem/neut dat pl ὑδροφόρος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφόροισιν — ὑδρόφορος carrying water masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ὑδροφόρος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφόρον — ὑδροφόρος masc/fem acc sg ὑδροφόρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφόρου — ὑδρόφορος carrying water masc/fem/neut gen sg ὑδροφόρος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφόρους — ὑδρόφορος carrying water masc/fem acc pl ὑδροφόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδροφόρων — ὑδρόφορος carrying water masc/fem/neut gen pl ὑδροφόρος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”